Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013



Υβέτ και Βίκτωρ



- Καλημέρα..Δεν είμαι πολύ καλός στα λόγια, να το ξέρεις..Αυτό που νοιώθω όμως δε θέλει πολλές λέξεις για να ειπωθεί… Σ’ αγαπάω..Σ’ αγάπησα απ΄την πρώτη στιγμή που σε είδα..Για περίπατο είχες πάει με τη μάνα σου.. Πρωί Κυριακής, με τα καλά σου κι εκείνη την ομπρέλα για τον ήλιο..Είδα το πρόσωπο εκείνο που μια ζωή περίμενα να δω, με βλέμμα χαμηλό, απερίσπαστο. Καθώς πέρασα από δίπλα σου, αργά, έκανα μεταστροφή κι έμεινα να σε κοιτάζω να απομακρύνεσαι..Ακούνητος..Μέχρι που ο φόβος μη σε χάσει το βλέμμα μου κούνησε τα πόδια μου γρήγορα, φτερωτά.. Κι ήρθα σε μια απόσταση ασφαλείας..Και την κράτησα..Μέχρι που γύρισες μετά από λίγο σπίτι σου..Κι από τότε σε βλέπω συνέχεια..Και δεν αντέχω όταν δε σε βλέπω..Πονάει η καρδιά μου..Κι όταν σε βλέπω, σφίγγεται, μη νομίζεις.. Και τώρα νοιώθω πως είμαι να πέσω να πεθάνω..Κι ας είμαι στρατιωτικός κι έχω δει και μάχες και το καθήκον μου πάντα το’ κανα μ’ ανδρεία και μ’ αλήθεια.. Τώρα είμαι ανήμπορος. Ήρθα να σου πω πως θέλω να σε κάνω γυναίκα μου και ξέρω πως δε θα μ’ αρνηθείς. Γιατί εσύ είσαι πια το μόνο για το οποίο θα πεθάνω σ’ αυτή τη ζωή. Πάω να βρω τον πατέρα σου να του τα πω. Σκέψου το κι εσύ καλά, πάρε όλη τη βδομάδα. Να ρωτήσεις. Να μάθεις.. Βίκτωρας Κοζάκος είναι τ΄όνομά μου.Αν δε με θες, πες το στον πατέρα σου, να μου το πει αυτός, γιατί αν δε με θες, δε θα τ’ αντέξω να τ’ ακούσω από σένα. Καλύτερα από κείνον..Κοίτα με τώρα στα μάτια χωρίς να μιλάει κανείς..Τι βλέπεις?

Μόλις το νερό έβρασε, έκανε την απαραίτητη μεταφορά, έκλεισε το φως στην κουζίνα, διέσχισε το σαλόνι, το φως του δρόμου που έμπαινε από το μεγάλο παράθυρο έδειχνε το περίγραμμα των πραγμάτων όλων, πόσο φως χρειάζεσαι άραγε για να περπατήσεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι?, τα βήματά σου πάνε μόνα τους, τα δικά της ντυμένα με παντόφλες τα έσερνε στο ξύλινο πάτωμα με τον αντίστοιχο ήχο, σίγουρα οι από κάτω δεν είχαν πρόβλημα μ' αυτό, δεν ήταν δα κι η ώρα περασμένη, ωράρια τρίτης ηλικίας, ξεκλείδωσε την πόρτα από την αποθηκούλα, μικρό το παράθυρο εκεί, ελάχιστο το φως, άλλη η πηγή του, δεν άπλωσε το χέρι όμως σε διακόπτη, πλησίασε το τζάμι με τη μεγάλη ντουλάπα δίπλα, στάθηκε, αναστέναξε, είπε μια καληνύχτα, βγήκε απαλά, έκλεισε κατά τον ίδιο τρόπο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε τη ρόμπα της, την κρέμασε, διπλό το μεγάλο ξύλινο κρεβάτι, κάθισε πάνω του, παλιά τα ελατήρια που μουρμούριζαν, στη μεριά της, τη δική της μεριά, αυτό δεν άλλαξε ποτέ, σήκωσε τα σκεπάσματα, έβαλε τη θερμοφόρα που κουβαλούσε τόση ώρα και την έσπρωξε βαθειά μέσα τους, έκλεισε το μεγάλο φως κι άφησε το μικρό, στο κομοδίνο δίπλα από το προσκεφάλι της, έβγαλε τις ψεύτικες οδοντοστοιχίες της και τις τοποθέτησε στο ένα ποτήρι με νερό που ήταν πιο μακριά της, αηδία για ξένους ναι, γι' αυτήν ντροπή να την δουν χωρίς αυτές, αλλά συνήθεια απαραίτητη, μπορεί να μιλήσει κανείς στον άλλο χωρίς δόντια?, ο γέρος δεν είναι αξιαγάπητος σα μωρό, χωρίς αυτές ένιωθε γυμνή, απροσάρμοστη, το άλλο - το μόνο για πόση - πιο κοντά της, δεν ξέρεις ποτέ αν θα διψάσεις μες στη νύχτα, τις καθαριότητές της τις είχε τακτοποιήσει μόλις λίγα λεπτά πριν, άπλωσε το χέρι στο καλώδιο με το διακόπτη δίπλα της, σκοτάδι, τράβηξε με τα δυο της χέρια το πάπλωμα, αντίσταση με τους αγκώνες, μοχλοί για να γλιστρήσει το σώμα πιο κάτω, να βρουν τελικά τα πόδια τη ζέστη που είχε επιμελώς φωλιάσει, το γνώριμο ρίγος της αντίθεσης τη διαπέρασε σύγκορμη, ένα μακρύ μπερδεμένο επιφώνημα ξέφυγε από το στόμα χωρίς δαγκωνιά, έκλεισε τα μάτια, άπλωσε το χέρι στο άδειο μέρος δίπλα της, Πού είσαι πάλι? Πώς μ' άφησες στο κρύο? Πού είναι εκείνα τα ζεστά σου πόδια να βάλω πάνω τα δικά μου, όπως μου' λεγες κάθε φορά κι ας ήταν τόσο παγωμένα? Πού είναι η αγκαλιά σου που μου τη στέρησες κι αυτή?. και με μια κίνηση, πόδια και χέρι σε συνεργασία, τράβηξε τη θερμοφόρα πάνω της...στο στήθος της.....την αγκάλιασε σφιχτά κι ας έκαιγε.....κι ας καιγόταν..

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

(λίγη τρέλλα..από 'κείνη που είχα πρωτοτάξει)

Πώλυ και Λεονόρ #3


Μωράκι μου όμορφο... Θα θελα να σε ευχαριστήσω..δεν το καταλαβαίνεις κι ούτε θα ‘πρεπε..μόνοι μας θα πορευόμαστε στο σκότος μέχρι τις ειδήσεις ..μέχρι εκείνος ο καλοκάγαθος γείτονας να εμφανιστεί και να δηλώσει στις κάμερες ότι ναι ήμαστε καλά παιδιά και το λογαριασμό μας και το νοίκι και στα κοινόχρηστα κύριοι..και θα πηγάζει το όλο από τον ηθοποιό «ένοικο» που θα έχουμε παίξει όλον αυτόν τον καιρό….που θα τον έχουν κλυδωνίσει εκείνα τα μεταμεσονύκτια σεισμόπληκτα ουρλιαχτά που όσο και να προσπάθησες να φιμώσεις τα είχε προκαλέσει το εγώ μαζί με την φιλαλληλία μου... συνδυασμός αξεπέραστος ... μέχρι τον παράδεισο μπορεί να σε φτάσει ... και το εννοώ…δεν το καταλαβαίνεις…γιατί κι εσύ έπαψες σιγά να υπάρχεις..το κατήργησες …το βλέπω…είμαι εγώ στα όλα σου ..παντού σου..η αγάπη σου για μένα τα διέβρωσε όλα..τα διαστρέβλωσε λατρεμένα..και να σου πω και κάτι..το νοιώθω..το γεύομαι ..το απολαμβάνω…και χαμογελάω..αλλά αυτό το χαμόγελο το κόβω..είναι η δύναμη που μου έχεις παραχωρήσει δείχνοντάς μου τα λίγα σου..κι επεκτείνεται..το βλέπω..κι εσύ μπορεί να ήξερες ότι θα τα δω..αλλά με άφησες..και να ‘μαι λοιπόν..

Είμαι εδώ..για σένα..όποτε με χρειαστείς..με φτερά που αν δεν τα είχες ανοίξει στα τεντώνω εγώ…γιατί είναι ωραία να πετάς..και πόσο μάλλον να φταίω λίγο κι εγώ…και θέλω τόσο να πετάς…και ξέρω ότι κινδυνεύω..ότι εγώ είμαι από αυτήν εδώ τη γης κι άμα πετάξεις θα  σε χάσω..ή όχι? θα γυρίσεις σε μένα? τιτυβίζοντας? τόσο αρχέγονα? τόσο πολιτισμένα?...γιατί εγώ … πτηνό παλιό . ..εξαφανισμένο το είδος μου. ..Δεν πετάω….έχω φτερά μόνο για να κάνω παρέα με σένα στα καθιστά σου..ούτε αυγά δεν κάνω..δεν παράγω τίποτα..πώς μ’αγάπησες αναρωτιέμαι..ξεγελάστηκες απ’τα φτερά μου ίσως..και το λειρί μου…ωραίο…. κόκκινο.. πομπώδες..και τα λόγια μου…γιατί αν δεν πετάς πρέπει να βρεις κάτι να εξομαλύνεις το πονεμένα ακατόρθωτο…κι οι λέξεις θα σου πάρουν το μυαλό…το τόσο γεμάτο εικόνες από ‘κει πάνω….καμωμένες ή επίκτητες….αλλά να’σαι καλά..μου δείχνεις τη ζωή..και το πόσο ωραία είναι να ζει κανείς…κι εγώ ζω εσένα..κι εσύ είσαι η ζωή η ίδια…μόνο για σένα ζω..μόνο με σένα ζω..κι είναι τόσο ευλογημένη αυτή η κατάρα που μόνο το θάνατο μπορεί να προσκαλέσει..παύεις εσύ..παύω κι εγώ..

 Σηκώθηκε από το κρεβάτι μόνο με το εσώρουχο.. Λευκό . .στάθηκε όρθια κι ακούμπησε το ένα χέρι με τον καρπό στο πάνω μέρος της κατάψυξης ενώ με το άλλο κρατούσε το χερούλι της πόρτας..κι όση ώρα αναποφάσιστη μουρμούριζε. την έλουζε το πρωινό φως που ερχόταν από πλάι της …κι έλαμπε..η σιλουέττα της στεφανωνόταν από τον ήλιο που σε ζεστές δεσμίδες έδειχνε τη λίγη σκόνη που αιωρούταν και το θεσπέσιο κορμί της..κορμί της νιότης… κορμί που αγαπούσε τη φροντίδα..και του την έδινε..κι εκείνο το έδειχνε. με μια υπερηφάνεια που άγγιζε τα όρια της υπεροψίας..μια υπερηφάνεια που σε καθήλωνε.. αν μη τι άλλο την προσοχή σου την έκλεβε και την κράταγε δέσμιά του..

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013




 (ξέρω πού θα ενταχθεί, αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα, οπότε...)

???

 
Το σκοτεινό κι υγρό εκείνο υπόγειο, και κρύο, μερικές φορές πολύ κρύο, ήταν γεμάτο ήχους…η αποχέτευση από τους πάνω ορόφους έτρεχε στους σωλήνες του, χειμαρρώδεις υδάτινες πορείες παρασύροντας ανθρώπινες ακαθαρσίες, στην κοντινή γωνιά του τοίχου μια βρύση σε ένα μεταλλικό νιπτήρα βασάνιζε με σχιστά μάτια, στο μέσον του άλλου τοίχου μια λεκάνη, χωρίς θόρυβο αυτή, μόνο μυρωδιά, κάπου-κάπου κάτι περπατούσε σε κρυφές αναζητήσεις στο πάτωμα, παπούτσια στο ταβάνι, βαριά βήματα, τακούνια ποτέ, μια παλιά λάμπα στην κολώνα του μέσου μαχόταν ηχηρά να παραμείνει στη ζωή, στο φως, όταν άναβε, πιότερο με πυγολαμπίδας το αποτέλεσμα, κι ισχνότερο, μαρτυρικότερο, α κι εκείνη η αλυσίδα στο πάτωμα, σύρσιμο ελαφρύ, από το στρώμα  στη γωνία πάνω σε κάτι υπερυψωμένες ξύλινες σανίδες, το κρεβάτι, στην κοντινή βιδωμένη στο πάτωμα καρέκλα, που έτριζε κι αυτή στη φιλοξενία, με το τραπεζάκι της ακούνητο κι αυτό, πορεία περιορισμένη, φυλακισμένη, το μήκος της δουλείας επέτρεπε ταξίδι μέχρι τη λεκάνη από αριστερά και τη βρύση από την άλλη, με το κρεβάτι και την καρέκλα ενδιάμεσους σταθμούς, αν ήθελες, η τηλεόραση της άλλης γωνίας μέρες κλειστή, τιμωρία για συμμόρφωση, πάντα χωρίς ήχο όμως, αλλιώς θα είχε κινούμενα σχέδια, τα ίδια κινούμενα σχέδια, που αν σε κάποιο ζεστό σαλόνι έκαναν παιδάκια να γελούν, εδώ είχαν χάσει τη μαγεία τους, ήταν σα να κορόιδευαν, ενέτειναν ενίοτε την απόγνωση καθώς έφερναν στο νου ζεστασιά και χαμόγελα αλλοτινά, αλλά και πάλι λίγη εικόνα, κινούμενη, έγχρωμα βουβή, σαν παρέα, σαν επιπλέον φως, σαν κάτι που πολεμούσε το μαύρο, τελευταία γωνία η σκάλα...εκεί η σωτηρία που δεν ερχόταν ποτέ...εκεί και το μαρτύριο που αντιθέτως ερχόταν πάντα…

Πόσος καιρός είχε περάσει? Πάρα πολύς…. Τα μαλλιά της είχαν μεγαλώσει τόσο, την προηγουμένη από τότε που έπαψε να βλέπει ήλιο είχε πάει κομμωτήριο, θυμάται που είχε βάλει τα κλάματα όταν η κομμώτρια τα είχε κόψει παραπάνω από όσο ήθελε, τι ανοησίες αυτές οι απλές καθημερινές στενοχώριες, τώρα ήταν σίγουρα τέσσερα δάκτυλα μακρύτερα, το έβλεπε με λοξή ματιά στο ελεύθερο χέρι της όταν τα έφερνε πάνω από τον αριστερό της ώμο, στην παλάμη της με τον αντίχειρα από πάνω, σα χάδι, μα τόσο άσχημα, τόσο βρώμικα, όπως κι αυτή ολόκληρη, τα ρούχα που της δίνονταν δεν ήταν στο νούμερό της, ήταν μεγαλύτερα, κάτι μπλουζάκια και κάτι παλιά φορέματα, καμιά φορά αθλητική φόρμα, ακόμα πιο μεγάλη αυτή, έμεναν πάνω της για μέρες, μέχρι να έρθει η αντικατάστασή τους, εσώρουχα δε λάμβανε ποτέ, πιο απλά τα πράγματα έτσι, πιο ελεύθερα, λιγότερα να βγαίνουν, να τραβιούνται, να σκίζονται, στα πόδια της οι δικές της μπαλαρίνες, δεν της έβγαζε σχεδόν ποτέ, ό,τι κι αν συνέβαινε, κι ας είχε δίπλα κάτι παντόφλες, διαφορετικές μεταξύ τους, μεγαλύτερο νούμερο πάντα, τις πρώτες δύσκολες μέρες του μήνα δεν ήξερε τι να κάνει, στεκόταν στη λεκάνη συνεχώς, έτρεχε μετά με την αλυσίδα της, σα σκυλί, στη βρύση, πάλι πίσω μετά, ξανά καθιστή να περιμένει, πόση ντροπή χωράει σ’ ένα σώμα, τη δεύτερη, τρίτη φορά είχε συνηθίσει, το αίμα όμως κι η μυρωδιά του, στο πάτωμα και στις πετσέτες που μούσκευαν κι αφήνονταν πεταμένες, είχαν ως θεραπεία προκαλέσει νέες αγορές, εκείνα τα μικρά εισερχόμενα ιθύφαλλα βαμβάκια με το κορδόνι, τώρα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, ούτε κατά διάνοια, στο στόμα μια γεύση μεταλλική, το αίμα της ήταν πάλι, αυτή τη φορά από ούλα και χείλη σκισμένα, έφτυνε κόκκινα, πρησμένο το πρόσωπό της από τη μια μεριά, να μάθει άλλη φορά να αντιστέκεται, ψηλαφούσε το εξόγκωμα που πριν ήταν το μάτι της, έκαιγε και πονούσε, πονούσε παντού όμως, ειδικά στο αριστερό χέρι με το μεγάλο δερμάτινο βραχιόλι, ενισχυμένο απ’ έξω με δυο μεγάλα μεταλλικά δαχτυλίδια, ενωμένα κι αυτά με κάθετες λωρίδες μετάλλου, κι έναν κρίκο οξυγονοκολλημένο, δυνατός κι αυτός κι οι ενώσεις του, αυτός ήταν που φιλοξενούσε την αρχή της αλυσίδας που σερνόταν ελαφρά, εξαντλημένα, πληγές και στα δυο χέρια όμως, από νοσηρό παιχνίδι, γάζες σε λιγοστές, οι πιο πολλές αφημένες πια στο χρόνο και στη φυσική θρέψη, το ίδιο στην πλάτη και τις γάμπες της, στους μηρούς και τους γλουτούς της, έμοιαζε όλη σαν τοίχος φυλακής, που χαράσσει πάνω του γραμμές ο έγκλειστος για να μετράει το χρόνο…

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013




 Βαγκάν ο βίγκαν #6


Δεν είχε και πολλούς ανθρώπους στη ζωή του. Πάντα τον συνόδευε η πρώιμη απώλεια. Τους γονείς του τους είχε χάσει όταν πήγαινε ακόμα σχολείο, δεκατριών χρόνων ήταν, τους είχε πάρει ένας μεθυσμένος που πέρασε στο αντίθετο ρεύμα, ο πατέρας υπέκυψε στο σημείο του ατυχήματος, κηδεία άμεσα, την επομένη κιόλας, κλειστό το φέρετρο, κλάμα πολύ, νοσοκομείο η μητέρα, ένα μήνα σε κρίσιμη κατάσταση, δεν έλλειψε ούτε μια μέρα από δίπλα της, είχαν κολλήσει τα χέρια τους θυμάται, δάκρυα κι εκεί, με παύσεις και συνέχειες, η εσωτερική αιμορραγία δε σταμάτησε, δεν περιορίστηκε, νίκησε στο τέλος, κι άλλη κηδεία, άπειρα δάκρυα με λυγμούς, ορφανός πλέον, επίσημα, μόνος κι απροστάτευτος, χωρίς δυνάμεις να παλέψει, δεν είχε προλάβει να δυναμώσει, επενέβησαν ο παππούς κι η γιαγιά, κι αυτοί με ματωμένη την καρδιά και το μυαλό χαμένο, κανένας γονιός δεν πρέπει να θάβει το παιδί του, τον πήραν σπίτι, σιγά σιγά έμαθαν όλοι να ζουν με το αναντικατάστατο κενό, αγαπήθηκαν εκ νέου, παλιοί ρόλοι μπλεγμένοι με νέους, ζεστάθηκε με τα χρόνια το κρύο του θανάτου, η ζωή νικά πάντα, μεγάλωνε κι αυτός, ο παππούς συνέχιζε να δουλεύει, κάλλιστος τεχνίτης, δεν υπήρχε παπούτσι που να μην μπορούσε να αναστήσει, η γιαγιά σπίτι, φρόντιζε για το παιδί, να τρέφεται καλά, να μην παρατήσει τη γνώση, ούτε να παραμελήσει τον εαυτό του, να αθλείται όταν μπορούσε, κι αυτός τη ρουφούσε τη φροντίδα και τη νουθεσία, άκουγε, πέρασαν κι άλλα χρόνια, έτοιμος να δώσει για το πανεπιστήμιο, μια μέρα ο παππούς δεν ήρθε από τη δουλειά, νοσοκομείο πάλι, όγκος στο κεφάλι, τεράστιος, καρκίνος, επιθετικότατος, πάλι δάκρυα, πάλι κολλημένα χέρια, η γιαγιά σε άθλια κατάσταση, έφυγε κι ο παππούς, μια μέρα από τις τελευταίες του σχολείου, καλοκαίρι, χαρά θεού έξω, βροχή μέσα, μαυρίλα πάλι, όταν χάθηκε απ’ τα μάτια τους μέσα στη γης λιποθύμησε η γιαγιά, ξέσπασε κι αυτός, κι ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε θυμάται, μετά στέρεψε αυτή η βρύση, η εξωτερική, πλέον μόνο μέσα του, εκτός καμιά φορά όταν μαγείρευε..

Τη συμπαθούσε πολύ την κυρία Υβέτ, έβλεπε σ’ αυτή τη συγχωρεμένη τη γιαγιά του, είχε την ίδια θλίψη στα μάτια μα και την ίδια προσήνεια, το ίδιο πρόσχαρη, μέχρι κι η φωνή είχε πανομοιότυπη χροιά, έτσι του φαινόταν, την είχε γνωρίσει πριν από λίγα χρόνια, στο δρόμο, όταν έψαχνε για τον δικό της τον άντρα και τον είχε πλησιάσει για να του δείξει μια φωτογραφία και να τον ρωτήσει αν τον είχε δει, αν ήξερε τίποτα, έκλαιγε, την είχε πάρει περνώντας το χέρι του στον ώμο της, προστατευτικά, μπήκανε σ’ ένα καφενείο κι εκεί τα είπαν πρώτη φορά, όχι δεν τον έχω δει, μην ανησυχείς όμως, είμαι σίγουρος ότι θα επιστρέψει, πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που χάθηκε, ένας μήνας, έσμιξε τα φρύδια του, πίεσε τις σιαγώνες του, αλλά δεν έπαψε τις διαβεβαιώσεις του, θα ξαναφανεί, είμαι σίγουρος..

Τώρα ανέβαινε τα ξύλινα σκαλοπάτια του κτηρίου δυο-δυο, κι ας κουβαλούσε τα πράγματα της κυρίας Υβέτ, σιγά το βάρος, ένας όροφος, δύο, στον τρίτο σταμάτησε, άφησε τις σακούλες πρόσκαιρα κάτω, έστρωσε λίγο το γιακά, τίναξε το λιγοστό νερό που είχε καθίσει στους ώμους του, πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά πατώντας τα κι επαναφέροντάς τα στην τάξη, βοηθούσε κι η νεοαποκτηθείσα υγρασία και το λιγοστό τους βέβαια, χτύπησε το κουδούνι, μια ελαφρά επίκυψη κι οι σακούλες ήταν πάλι στα χέρια του..
-Καλώς τον αγαπημένο μου. Πέρασε, πέρασε, είπε και πήρε από τα χέρια του τις σακούλες με τα κρέατα. Είναι όλα όπως τα ζήτησα να φανταστώ, ε? και χωρίς να περιμένει απάντηση κατευθύνθηκε προς την κουζίνα κι άρχισε να κάνει τους γνώριμους θορύβους ξετυλίγματος, ανακατανομής και τακτοποίησης.
-Κάθισε στο σαλόνι, στην αγαπημένη σου μεριά κι εγώ θα σου φέρω το καφεδάκι σου, είπε η φωνή της αδύναμη πια λόγω απόστασης, τοίχων και ηλικίας ίσως.
Πήγε στο σαλόνι, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, που επέτρεπε μια ξεκάθαρη θέα του δρόμου και της γειτονιάς, έβαλε το βάρος του στα αναπαυτικά της μαξιλάρια, απόλαυση, κι άφησε το βλέμμα του να τελειώσει το δρόμο, να ξεπροβοδίζει τα αυτοκίνητα που χάνονταν και να καλωσορίζει αυτά που εμφανίζονταν. Η ψιλή βροχή που έπεφτε ολημερίς έδινε στο φθινοπωρινό απόγευμα ταυτότητα, μια νότα θλιμμένη, στους ανθρώπους ομπρέλες και ομοιότητα, έτσι από ψηλά που τους κοιτούσε, οι γυναίκες ήταν πιο χρωματιστές, οι άνδρες ως επί το πλείστον σκούροι, μαύροι, πιο ταχείς, οι γυναίκες επέτρεπαν στον εαυτό τους και μια στάση μπροστά από κάποια βιτρίνα, οι άνδρες ποτέ, μόνο εάν συνόδευαν, έβλεπες και την απροθυμία τους πολλές φορές στην ομπρέλα που άρχιζε να περιστρέφεται, για τον χαμένο χρόνο, τα φώτα άρχιζαν σιγά σιγά να ανάβουν, παλιός καθρέφτης ο δρόμος, στο πεζοδρόμιο η αντανάκλαση παιγνίδιζε πιο διεστραμμένα, κόκκινα φρένα, λευκοί προβολείς, υποκίτρινοι φανοστάτες, λαμπερά μαγαζιά, ωραία εικόνα, ήρθε και το καφεδάκι, μοσχομύρισε το δωμάτιο, μια καρέκλα τραβήχτηκε δίπλα στη δική του, αργά, με θόρυβο στο πάτωμα, πήρε στο χέρι του την αχνιστή κούπα, εισέπνευσε με τη μύτη το αναδυόμενο άρωμα, φύσηξε λίγο την επιφάνεια, δίστασε, άλλη μία, ρούφηξε προσεκτικά, χαμογέλασε..-Να ’στε καλά κα Υβέτ, ήταν ό,τι έπρεπε, κι αφέθηκε νωχελικά στη διήγησή της που θα περιελάμβανε, όπως και κάθε φορά ίσως, τα βαρετά νέα της γειτονιάς, της ζωής εκείνου του μονομελούς σπιτικού του τρίτου ορόφου, για να τελειώσει κι αυτός με  τη λακωνική αφήγηση της δικής του από την τελευταία φορά που βρέθηκαν και τα νέα του δικού του μονομελούς περιπλανώμενου θιάσου, λίγο γέλιο, λίγη ένταση, λίγη θλίψη, αναλόγως ρόλου, τα γνωστά…

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013


Τέρενς και Μανουέλ #2


- Τι ακούγεται? Τι είναι αυτά?
- Δεν ξέρω αλλά μάζεψε τα πράγματα γρήγορα.. Γρήγορα σου λέω…
Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να γεμίσουν και να δέσουν τα σακίδιά τους, ψηλαφιστά, στα σκοτάδια, χέρια που δούλευαν αντανακλαστικά, σε ρυθμό πυρετώδη, ευτυχώς τα περισσότερα ρούχα τους τα φορούσαν, τα παπούτσια μας?, πρόσεχε, μην κάνεις θόρυβο, κι η σκηνή άρχισε να κουνιέται και να πιέζεται σε διάφορα σημεία, από μουσούδες που μύριζαν και ξεφυσούσαν ολοένα και πιο έντονα..
- Λες να περιμένουμε λίγο, μήπως φύγουν? ρώτησε ο Μανουέλ ψιθυριστά, πάντα, ακουμπώντας τον Τερενς για να νοιώθει, ώμο με ώμο, κι οι δυο σε ημικάθισμα, σε επιφυλακή, μέσα στο τριγωνικό υφασμάτινο δωμάτιο, ασφυκτικά ήταν τώρα αλλά ποιος νοιάζεται, δεν είναι η ώρα, οι χειρολαβές των σακιδίων περασμένες στις παλάμες τους, ενός στη δεξιά, του άλλου στην αριστερή, σφιγμένες, η άλλη γροθιά έκλεινε μέσα της από ένα κυνηγετικό μαχαίρι, έτοιμοι, έτοιμοι για τι?, αν είναι θα πέσουμε μαχώμενοι, ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο, κι η μυρωδιά που ερχόταν απ’ έξω απαίσια, κρατούσαν την ανάσα τους σχεδόν, μόνο για να ακούν τις άλλες, τις ζωώδεις πιο έντονα, οι καρδιές τους έκαναν τον περισσότερο θόρυβο, έτσι φαινόταν, άραγε τα ζώα να μπορούν να ακούσουν μια καρδιά που πάει να σπάσει?, δεν έχουν δα και τη δική μας ακοή, την υποδεέστερη, αν ισχύει κάτι τέτοιο δε νομίζω ότι θα μας βγει σε καλό, πόσα άραγε είναι απέξω?, ησυχία τώρα, τι έγινε?, ο Μανουέλ πρότεινε το οπλισμένο χέρι προς το φερμουάρ του μπροστινού ανοίγματος, δειλά, αθόρυβα, το έπιασε με το δείκτη και τον αντίχειρα δίχως να αφήσει τη λαβή που κρατούσαν τα άλλα τρία του δάκτυλα με τη λάμα στραμμένη προς τα κάτω, ο Τέρενς δεν έβλεπε, φανταζόταν όμως τι γινόταν από τις κινήσεις του σώματος, ήταν ό,τι θα έκανε κι ο ίδιος ίσως, άρχισε να το κατεβάζει, πρώτο κρακ, δεύτερο κρακ, τρίτο....Τρία νύχια ενός δυνατού μπροστινού ποδιού έσκισαν με ορμή φερμουάρ και ύφασμα, το μαχαίρι κατέβηκε αστραπιαία με δύναμη σ’αυτό που είχε μόλις εισβάλει, μια κραυγή πόνου, ένα αλύχτισμα, όχι όμως θανάσιμος τραυματισμός, τα πράγματα ήταν σίγουρο ότι θα γίνονταν ακόμη πιο βίαια, πιο άγρια…
- Γρήγορα, βγάλε τον αναπτήρα σου, είπε ο Τέρενς ανοίγοντας το πίσω μέρος της σκηνής δίπλα στο βράχο, φορώντας το σακίδιο..Τον έφερες? Πες μου ότι τον έφερες..
- Τον έφερα, είπε και φορώντας κι αυτός το σακίδιο, έβαλε το χέρι στην τσέπη του.
- Από ‘δω θα φύγουμε. Θα σκαρφαλώσουμε. Τώρα κάψ’ την. Κάψ’ την, ούρλιαξε στο Μανουέλ, έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του και με μια δρασκελιά έβαλε το γυμνό του πέλμα στο πρώτο ικανό σημείο της μεγάλης γειτονικής πέτρας κι άρχισε την ανάβαση, δίχως να κοιτάξει ούτε πίσω ούτε κάτω, άκουγε όμως το Μανουέλ που αγκομαχώντας ακολουθούσε λίγα εκατοστά μακριά από τα πόδια του, ψάξε, βρες το κατάλληλο μέρος, στηρίξου, ουρλιαχτά λίγο πιο κάτω, γύρω από τη φλεγόμενη σκηνή, καπνός στα μάτια και τα πνευμόνια τους, τα γρυλίσματα εκνευρισμού ανέβαιναν κι αυτά μαζί, στ’ αυτιά τους, μη σταματάς, πρόσεχε εδώ γλιστράει πολύ, δυσχερέστατη η αναρρίχηση, μετά από αρκετά μέτρα, στο πρώτο πλάτωμα που τους χωρούσε αμφότερους, σταμάτησε ο πρώτος, έσκυψε, ένα χέρι προτάθηκε, βρήκε ένα άλλο που σαν να το περίμενε, στα τυφλά, δύναμη έλξης, κραυγές υπερπροσπάθειας, λαχάνιασμα λύτρωσης, ανάσα με ήχο σαν κλάμα, πόδια πληγωμένα, κάθισαν στην άκρη κι έμειναν να κοιτάζουν το πιο όμορφο κάρβουνο που είχαν δει ποτέ, να καπνίζει το τέλος της πυροκόκκινης λάμψης του.
 (Σημείωση του αναρτώντος)
Μετά από συζητήσεις με κάποιους από εσάς που αναγιγνώσκετε, πληροφορήθηκα τη διάθεση για σχολιασμό, αλλά τελικά την αποφυγή του. Παρακαλείσθε όπως προβαίνετε αφειδώς στην παραπάνω ενέργεια, καθώς κι εγώ ό,τι μου κατεβαίνει παραθέτω. Να κάνετε λοιπόν κι εσείς το ίδιο, χωρίς φόβο και πάθος. Ή μάλλον μόνο χωρίς φόβο.
Ευχαριστώ

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

(παραμυθάκι για ανάσα)

Τέρενς και Μανουέλ #1


-Είσαι σίγουρος ότι πάμε καλά?
-Τι να σου πω…Νομίζω πως ναι..Γιατί εσύ είσαι άμοιρος ευθυνών? Μήπως κι εσύ δεν έπρεπε να γνωρίζεις τα ίδια?
-Ναι, αλλά εξ αρχής εσύ κόμπαζες για τις ικανότητές σου στον προσανατολισμό κι αυτές αφεθήκαμε να εμπιστευθούμε..Τώρα?
-Τώρα μη μιλάς κι άσε με να δω πού βρισκόμαστε..
Έβγαλε τον τσαλακωμένο και μισο-σκισμένο χάρτη από τη σχολική τσάντα που θα μετρούσε τουλάχιστον είκοσι χρόνια ηλικίας, και παραπάνω,  τον άνοιξε πάλι και προσπάθησε με το ισχνό φως του ψυχορραγούντος φακού να βρει κάτι που θα του έδινε το στίγμα και θα τους έδειχνε το δρόμο..Μάταια βέβαια..
-Εεεε, από δώ…Είναι και το φεγγάρι μπροστά μας, κι αυτήν την εποχή είμαι σίγουρος ότι αυτός εκεί είναι ο βορράς.. κι έδειξε ψηλά μπροστά, πάνω από τις κορυφές των δέντρων, βάζοντας προσεκτικά πάλι το χάρτη στην τσάντα. Ήπιε μια γουλιά νερό, πλατάγισε τη γλώσσα, έβγαλε ένα επιφώνημα ευχαρίστησης, χτύπησε το Μανουέλ στην πλάτη κι είπε κοφτά :
-Πάμε, ακολούθα..
Πάλι καλά που δεν έβρεξε..Ο ουρανός καθαρός και πλήρης αστεριών, ειδικά στο μέρος που δεν είχε φεγγάρι και τους έδινε την ευκαιρία να λάμψουν κι αυτά την ύπαρξή τους, γιατί αν και ημισέληνος, σε έκανε να ξεχνάς το ετερόφωτο και να αφήνεσαι στο λαμπερό του, που αν δεν ήταν τα δέντρα, δε θα χρειαζόταν ούτε  φακός ούτε τίποτα, θύμιζε παλιές εποχές, τότε που τίποτα δεν ήταν φωτορυπασμένο από τον πολιτισμό και προσέδιδε στην ψυχή μια αίσθηση μοναξιάς και ανημποριάς, ήταν ήδη τόσο μακριά από το ηλεκτρικό ρεύμα, το συναίσθημα ενός μικρού φόβου για την ασημαντότητά σου, άραγε τι να παραμονεύει στα σκοτάδια, σφίξε λίγο τη λαβή του μαχαιριού σου, αυτή η κραυγή τίνος ζώου ήταν?, μου λείπει το σπίτι μου, πάμε λίγο πιο γρήγορα..
Περπατούσαν σίγουρα είκοσι ώρες, έχοντας κάνει μόνο μια μικρή στάση για φαγητό δίπλα από ένα ποτάμι, που λίγο έλλειψε να τους κοστίσει ό,τι κουβαλούσε ο Τέρενς στην ξεφτισμένη τσάντα του, όταν προσπάθησαν να το διασχίσουν μην έχοντας κάνει σωστό υπολογισμό του βάθους του, παραλίγο να βυθιστεί ολόκληρος, μόνο το κεφάλι του και τα χέρια του στην ανάταση με την τσάντα ήταν εκτός νερού, Πρόσεξε, Κράτα καλά, Μην την αφήσεις, Έρχομαι, Μη φοβάσαι, όλα καλά, βρεγμένοι κι οι δύο στην άλλη όχθη, λαχανιασμένοι και ξαπλωμένοι ανάσκελα, χέρια και πόδια ανοιχτά, σαν αγγελάκια στο χιόνι, ευχαριστώ θεέ μου, βγάλε τώρα όλα τα ρούχα σου κι εγώ μαζί, τα παπούτσια επίσης, ανάβω μια φωτιά, έχει και ζέστη, σε λίγη ώρα  θα είναι όλα στεγνά, εν τω μεταξύ ας φάμε κάτι, έχεις δίκιο, πρέπει να πάρουμε δυνάμεις..
Δεν ήταν ξένοι ούτε στο περπάτημα, ούτε στη ζωή της υπαίθρου, από παιδιά έκαναν κατασκήνωση, σε παραλίες κυρίως, όχι τόσο σε δάση, όλοι βέβαια έλεγαν ότι δεν κινδυνεύεις στο βουνό, δε σε πειράζουν τα ζώα, τους ανθρώπους πρέπει να φοβάσαι, μολαταύτα καλύτερα να είσαι σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο, τώρα όμως η κούραση και η αϋπνία είχαν αρχίσει να βραδύνουν το βηματισμό τους, ήταν και το περιστατικό στο ποτάμι που προσέθετε στην εξάντληση κι η υγρασία που ποτέ δεν έφυγε ούτε από ρούχα, ούτε από παπούτσια, ούτε κι απ’ το κορμί τους, η πρόοδος που σημείωναν προχωρώντας ήταν μηδαμινή, το καταλάβαιναν κι οι δύο..
-Να σου πω..Προτείνω να διανυκτερεύσουμε εδώ, σ’ αυτό το μικρό ξέφωτο δίπλα στο βράχο του λόφου. Θα κόβει και λίγο το κρύο και τη δροσιά της νύχτας. Και συνεχίζουμε με το λυκαυγές. Τι λες?
-Ε ναι..αναστέναξε ο Μανουέλ. Δεν ήθελα να σου το πω, αλλά τα πόδια μου με έχουν πεθάνει. Δεν αντέχω άλλο, κι αφού κι εσύ συμφωνείς, δεν βλέπω την ώρα να κλείσω φερμουάρ υπνόσακου και μάτια, και λέγοντας αυτά πέταξε στο χώμα το σακίδιο από την πλάτη του, έβγαλε τη σκηνή κι άρχισε να στήνει, ενώ ο Τέρενς μάζευε μικρά ξύλα για τη συνοδευτική της νύχτας φωτιά..Σε λίγο το υπαίθριο σπιτικό έδινε την τρεμάμενη τριγωνική σκιά του στο βράχο, ενώ η φωτιά ζέσταινε το κατσαρολάκι με φασολάδα κονσέρβας, φάγανε, αχ να ‘χαμε κι ένα τσιγαράκι, ευτυχώς πήρα αυτό το φλασκί με κονιάκ, εγώ το ξέχασα, δεν πειράζει, πάρε από το δικό μου, ήπιανε δυο γουλιές, να ζεσταθεί το μέσα τους, άντε πάμε, καληνύχτα, ήχος από φερμουάρ σκηνής, από υπνόσακο νούμερο ένα, δευτερόλεπτα μετά κι από τον νούμερο δύο..
Το φεγγάρι έφευγε από τον σκοτεινό θόλο, πήγαινε να κρυφτεί πίσω από ένα βουνό, πολλά αστέρια τώρα, άπειρα, στην κυριολεξία, έσβηνε κι η φωτιά, η νύχτα στα καλύτερά της, στα ανενόχλητά της, σκότος και κρύο, σιγή πλήρης, μόνο κανένα πουλί στο δάσος έκρωζε, μάλλον αναζητώντας ταίρι, ή έτσι, ταραξίας εκ φύσεως..
-Ε, το άκουσες αυτό?, είπε ο Μανουέλ ψιθυριστά, κουνώντας με το χέρι το πράσινο κουκούλι του Τέρενς..
-Ποιο?, βγήκε η φωνή της νάρκης, κι οι δυο μισοσηκώθηκαν να ακούσουν.. Η φωτιά είχε σβήσει, κι έξω ούτε το κρυμμένο πια φεγγάρι ούτε τα άστρα έδιναν εικόνα του περιβάλλοντος. Σκότος παντού…και κρύο…και βήματα έξω από τη σκηνή..πολλά βήματα... γύρω γύρω..κι όχι ανθρώπινα…

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013



Βαγκάν ο βίγκαν #5



Ύπνος..γιατί δεν ξεκουράζεσαι αλλιώς, πώς να το κάνουμε? Ύπνος..Σκοτάδι και σιωπή..Και σκέψεις..Και ξέρεις ότι χρειάζεσαι εκείνες τις σκέψεις στην αρχή, αν δεν είσαι πλήρως εξαντλημένος ή υπό την επήρεια, για να σε βάλουν σ’εκείνο το συγκεκριμένο χωροχρόνο που μπερδεύεται το πραγματικό με το ονειρικό, που αρχίζουν εκείνες οι απλές ή περιπετειώδεις εγκεφαλικές προβολές με μόνο θεατή εσένα. Έχουν ήχο? Δε θυμάμαι..Θυμάμαι όμως όταν ήμουν παιδί, που ξαπλωμένος στο μαξιλάρι με τη μια πλευρά του προσώπου, άκουγα το συνεχή βηματισμό κάποιου, σαν να περπατούσε σε χώμα, ή σε άμμο..σε χαλίκια καλύτερα..ναι σε χαλίκια..στον ίδιο ρυθμό πάντα..και μετά κατάλαβα ότι ήταν η καρδιά μου όλα αυτά τα ατέλειωτα βήματα..Ήταν ο σφυγμός μου στο αυτί, όταν πιεζόταν λίγο η φλέβα στο μαξιλάρι, που έδινε αυτόν τον ήχο..ήμουν εγώ .. το μέσα μου που ζούσε…. ένα ρολόι με εκκρεμές χωρίς ώρα….ένας μετρονόμος χωρίς το παίξιμο κάποιου οργάνου..κι έμενα ν’ακούω..και περίμενα κάπου κάποιος να φτάσει.. και μετά κοιμόμουν....

Τώρα?

Τώρα στριφογύρισε λίγο ακόμα γιατί δεν υπάρχει ηρεμία…δεν υπάρχει κι αγκαλιά....που ένας άντρας μέχρι εκεί πάνω δε θα χρειάζεται λογικά…..λογικά…δεν είναι έτσι όμως…και το ξέρεις…άτιμη μοναξιά..και σκέφτεσαι ότι δυσκόλεψε πολύ η ανθρώπινη αγκαλιά…σπάνισε…και τη θες..πόσο πολύ τη θες….και δεν παίρνεται από το λάθος άτομο…δεν είναι σωστό… αν δεν είσαι εκεί πληρέστατα…ψυχή τε και σώματι…ψεύδεσαι…ξεγελιέσαι …και ξεγελάς παράλληλα…και δεν έχεις το δικαίωμα αυτό..πρέπει να αντιστέκεσαι σ’ αυτή την ατιμία…γιατί είναι άτιμο..ξεκάθαρα... δε σου φταίει τίποτα αυτός που σ’αγκαλιάζει..να μην ξέρει το ψέμμα..κι όταν είναι ψέμμα έχει αγκάθι αυτή η αγκαλιά..η τόσο πολύτιμη..που τη λαχταράς τόσο…και το αγκάθι δε σ' αφήνει να αφεθείς..και να παραδοθείς στη θαλπωρή…που έτσι θα’ταν χωρίς αυτό..τέλεια....αλλά σπάνια....τόσο σπάνια….τα’παμε..γι’ αυτό και την αντικατέστησες με του ζώου σου..του κατοικιδίου σου…κι αχ τι καλά…αφού σ’ αγαπάει πραγματικά…το βλέπεις..το νιώθεις…αλλά είδες ότι δε φτάνει...?
Πάρε κι άλλο..ένα αδέσποτο..να βοηθήσεις κιόλας…καλό κάνεις..αφού έχεις τόση αγάπη να δώσεις…και σου λείπει άλλη τόση να λάβεις…

Αυτά σκεφτόταν και τυραννικά του αρνιόταν ο Μορφέας τόση ώρα τη λύτρωση..Σηκώθηκε, χωρίς να κάνει καν προσπάθεια να ψάξει για παντόφλες, άδικος κόπος να καλέσει το λατρεμένο κατοικίδιο, δεν υπήρχε, συνειδητά αρνιόταν την απόκτησή του, τα αγαπούσε όμως τα ζώα και τα ντρεπόταν πολύ, τα ‘χουμε ξαναπεί, πήγε στην κουζίνα, χωρίς φως όλα, στα σκοτάδια, ήδη τα μάτια του είχαν συνηθίσει, κι ό,τι δεν έβλεπε θα το ψηλαφούσε, απαλά και δειλά, το φως του ψυγείου σαν να τον τύφλωσε, πήρε λίγο γάλα σόγιας, να ζεστάνει με μέλι, μέλι?, άπιστε βίγκαν, ναι το παραδεχόταν, αυτό δε θα το άλλαζε ποτέ, το σεβόταν τόσο ως προϊόν, είχε μια αδιαμφισβήτητη ευγένεια που μόνο το σεβασμό του άξιζε, κι όλες οι μέλισσες, οι σφήκες όχι, αντιπαθέστατες, τώρα όμως δεν έβλεπε καλά, μετά από τη λαμπρότητα της συντήρησης, άνοιξε το φως του απορροφητήρα, πήρε τα σχετικά, ετοίμασε το ρόφημα, κάηκε στην πρώτη γουλιά, αχ αυτή η αδημονία, τα έσβησε όλα, σκοτάδι πάλι, αργά βήματα, ψηλαφούσε και με τις πατούσες του, έφτασε στο σαλονάκι, κάθισε, κι έβαλε λίγη μουσική να παίζει....έκλεισε τα μάτια.....κάπου κάποιος αγαπούσε κάποια και της το ‘λεγε, κι έκλαιγαν οι νότες, σαν την καρδιά του, αλλά ένιωσε ότι είχε παρέα....κι αποκοιμήθηκε....

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013



(πάλι χωρίς κόμμα..)


Πώλυ και Λεονόρ #2


Θυμάσαι? Εγώ θυμάμαι..δεν ξέχασα ποτέ....πώς θα μπορούσα? Θυμάσαι την πρώτη μας συνάντηση? Σε ένα νυχτερινό μαγαζί ήταν. Γιορτή. Όχι δική μας..Αλλά κόσμος πολύς..και μπήκες εσύ..Έλαμπες..Έλαμπες όπως ο ήλιος.και ζέσταινες το ίδιο...σα να ήθελα να ξαπλώσω στην παραλία και να αφεθώ γυμνή..Η νιότη κι η ομορφιά όλη σ΄ενα χαμόγελο.Τότε μόνο για άλλους..και μετά….ένα βλέμμα….Τι βλέμμα θεέ μου…Σαν τους κάβους από ένα καράβι που πετιούνται και δένουν στη στεριά…Τεντωμένη τρομερή δύναμη...Τα μάτια σου στα μάτια μου πλέον ...και σε έδειξα..με το χέρι μου..με το δείκτη μου..και ξέρεις ότι μια γυναίκα δεν τα κάνει αυτά…περιμένει…αλλά είναι σα να ήταν αμοιβαίο..και τότε ήταν που πρωτοχαμογέλασες μόνο για μένα….Και ήρθες...Πώς θα μπορούσες να μην έρθεις? Αφού ήσουν δικός μου.. από τότε που ήρθες σ’αυτόν τον κόσμο ήσουν δικός μου...κι ας πίστεψαν οι γονείς σου άλλα..και μιλήσαμε…και δε θυμάμαι τι είπαμε..ούτε το όνομά σου δε θυμόμουν ύστερα από λίγο …κι ας είχαμε συστηθεί..δεν είχαν σημασία οι λέξεις τότε..καθόλου..με της φωνής σου τον ήχο τρεφόμουν… Απαλός και γλυκός σα μουσικής από εκείνα τα παιχνίδια που κρέμονται πάνω από μια κούνια μωρού…και δε χόρταινα…κι έτρεμα θυμάμαι…αλλά η φωνή σου με έκανε σιγά σιγά να κλείνω τα μάτια…και να σ’ ακούω… σα μωράκι…ασφαλές και ζεστό.. τι έλεγες?...κι ας είχε φασαρία γύρω…κι η ανάσα σου στο αυτί μου..επίτηδες το έκανες...ε? και μου έπεσε το ποτό όταν φύσηξες μια λέξη ζεστά μέσα του.. είχα ανατριχιάσει ολόκληρη..και μου έφερες άλλο...κι απομάκρυνες άκομψα με το πόδι τα σπασμένα γυαλιά για να μην πληγωθώ..Θυμάσαι? και μιλούσαμε ..και ‘κει ήταν που τέλειωσες το παρελθόν μου για μένα και μου ΄δωσες ένα καινούριο χαρτί να γράψω..ή πλάκα να χαράξω..αναντίρρητα….αδιόρθωτα ..στους αιώνες των αιώνων..και πήγα στην τουαλέττα και χώρισα τότε…εσύ μου έδειξες πως όλα τα πριν ήτανε λάθος..και το πρώην πριν μου… περισσότερο..κι έκλαψα για το χαμό του παρελθόντος..αλλά κυρίως για το λάθος μου…και με είδες…θυμάσαι?..και μετά σου είπα ότι έπρεπε να φύγω…και συγκατένευσες…χωρίς να ξέρεις το γιατί..γιατί ήταν αρκετά για ένα βράδυ..για μια μέρα…για όλη τη ζωή….είμαι και κοριτσάκι….πάντα θα ‘μαι..και στο υπέρτατο γήρας μου θα είμαι ακόμα….για σένα…και τότε ήταν που σου ζήτησα..στον αποχαιρετισμό μας..να με πάρεις αγκαλιά..όχι να φιληθούμε..και το έκανες..και χάθηκα σφιχτά δεμένη από το πεπρωμένο μου…σε μύριζα…σου χάιδεψα λίγο τα μαλλιά…και στα έπιασα.. και στα τράβηξα…αναστέναξα κι έβγαλα όλο το πριν στο λαμπερό σου παρόν...κι ένιωσα ότι θέλω να με κρατάς αγκαλιά για πάντα….Θυμάσαι?

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013



Βαγκάν ο βίγκαν #4


Ω τι ευτυχία...! Φτάνοντας στο τελευταίο στενό πριν στρίψει αριστερά και το κτήριο της δουλειάς γίνει ορατό, άκουσε οχλοβοή, άκουσε συνθήματα, ένιωσε παλμό, είδε τα πλακάτ πριν τα αντικρύσει καν.. Μια φιλοζωική οργάνωση είχε φτάσει από ποιος ξέρει τι ώρα, μπορεί τα πιο ενεργά της μέλη  να είχαν διανυκτερεύσει σε σκηνές στο διπλανό χωράφι, κι είχε φράξει το δρόμο προ της κυρίας εισόδου, πρόχειρα με κάτι κουτιά, κιβώτια και ξύλα, και το παλλόμενο σώμα της βέβαια, κάτω η βαρβαρότητα, όχι στη βία κατά των ζώων, όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή, άνθρωποι και ζώα, όχι στην κτηνωδία του επώδυνου φόνου, κάτι τέτοιο, όλα ίσως, έφτασε κι αυτός, πάρκαρε στην άκρη λίγο πιο πίσω, επ εσύ πού πας, μα δουλεύω εδώ, μεροκάματο βγάζω, δε θα πας πουθενά σήμερα, δολοφόνε, ούρλιαζε μια κυρία με πεταχτά δόντια και χοντρά γυαλιά από το παράθυρό του, τον έφτυνε άθελά της, αλλά και τι να πεις, με τέτοια οδοντοστοιχία δεν έχεις και πολλά περιθώρια, ή μάλλον εξαιτίας των τελευταίων ανάμεσα στους κοπτήρες της λαμβάνει χώρα κι αυτή η αντισηπτική βροχή, παραλίγο να γελάσει στα μούτρα της, άντε κι έχω και πονοκέφαλο σήμερα, ανέβασε το παράθυρο, έβαλε όπισθεν, έστριψε, άφησε το πλήθος να μικραίνει στον καθρέφτη του κι έβαλε πορεία για την πίσω είσοδο, από το δρομίσκο μέσα από το χωράφι με τα σκουπίδια και τα ξερόχορτα. Κι άλλοι έρχονταν ενίοτε να διαμαρτυρηθούν για το σφαγείο. Άλλοι βίγκαν, άλλοι αντισπεσιστές, άλλοι κάτοικοι της γύρω περιοχής που υπέφεραν κάποιες φορές από τη δυσοσμία, ακτιβιστές και μη, στα χρόνια που πέρασαν είχε δει αρκετούς, το κύμα τους, δυνατό ή απαλό, ξεδιπλωνόταν κι έσκαγε μπροστά στη θύρα και τα γύρω της κάγκελα, αλλά ο παφλασμός του δεν είχε καταφέρει να αλλάξει ποτέ τίποτα. Όλοι οι έλεγχοι που είχαν γίνει κατά περιόδους ως αποτέλεσμα ανήσυχων συμπολιτών και δραστήριων οργανώσεων, δεν είχαν επιφέρει καμμία αλλαγή. Όλα γίνονταν κατά τους τύπους και σύμφωνα με τις τελευταίες νομοθετικές διατάξεις, ιδιαίτερα την  ημέρα της εκάστοτε κρίσης, όπου εργοδότες και εργαζόμενοι, όλοι ειδοποιημένοι, από πού?, ενήμεροι και πειθήνια εναρμονισμένοι στις οδηγίες του πολιτισμού και της κοινωνίας του, εκτελούσαν τα εργασιακά τους χρέη άψογα, σχεδόν αποστειρωμένα, μπράβο τους, σε άλλες εγκαταστάσεις τα πράγματα είναι διαφορετικά, βάρβαρα σχεδόν, εδώ, και να ληφθεί σοβαρά υπ'όψιν, υπάρχει ακόμα διάθεση για πολιτισμένο θάνατο, με τα ηλεκτρικά μας σοκ και τις κοφτερότατες λεπίδες μας, ποιος πόνος και ποια μαρτύρια, μακάρι να πέθαινα κι εγώ έτσι, δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε κύριε.

Οι περισσότεροι εργαζόμενοι, συνάδελφοι και μη, είχαν ακολουθήσει κι αυτοί το δρόμο για την άλλη είσοδο, καχύποπτοι και λίγο ανήσυχοι για το πλήθος της άλλης μεριάς, μια φορά τα πράγματα θυμάται είχαν γίνει βίαια, κι έξω, φαντάσου, άνθρωποι με ανθρώπους, αυτά τα πράγματα είναι ανήκουστα τη σήμερον ημέρα, πόσο μάλλον αν έχεις έρθει να διαμαρτυρηθείς κατά της βίας, φαντάζει εντελώς παράταιρο να κατεβάζεις το ξύλινο δοκάρι του πλακάτ σου σε ανθρώπινα κεφάλια, και να σου το αίμα να τρέχει, ανθρώπινο, να εδώ έχουμε μια ευκαιρία να αγγίξουμε το θείο, αλλά ποιος να το μαζέψει, ποιος πραγματικά είναι αθώος ώστε να αξίζει τον κόπο τελικά, για άγιος δεν το συζητάμε, πρέπει να περάσει καιρός, να συζητηθεί και να αποφασιστεί, κι από ποιους σεβασμιωτάτους?, θα το σφουγγίσουμε μετά με μια πετσέτα, η οποία δε θα φυλαχτεί, ούτε θα προσκυνηθεί, αν είναι δυνατόν, με λίγη χλωρίνη κι ένα καλό πλύσιμο θα ‘ναι σαν καινούρια, δε θα θυμάται πια κανείς μετά τι είχε φιλοξενήσει πάνω της, μήπως δε θα μπορούσε να είναι και κάποια της δουλειάς?, από μέσα, αχ πάνε πια οι καλές εποχές, χάθηκε η πίστη, και δεν είμαστε κι αρκετά γερασμένοι, να είναι επιτακτική η ανάγκη της συμφιλίωσης με τις γραφές, εμείς έχουμε χρονάκια μπροστά μας, θα έρθει η ώρα της μετάνοιας, προς το παρόν κάντε πέρα μη φέρω τα μαχαίρια μου και δε με συγχωρεί κανένας μετά, ούτε θεός, ούτε άνθρωπος, έτσι είχε γίνει τότε θυμάται.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013


 Βαγκάν ο βίγκαν #3


Τρέξε πάλι, τρέξε, γιατί σε κυνηγάει η μέρα που τέλειωσε κι ήταν πάλι άσχημη, πώς καταφέρνω πάντα να εκνευρίζομαι, δεν ήξερε άραγε το μέρος, το επίπεδο της εργασίας και των ανθρώπων που θα την στελέχωναν, πού ζούσε, τι περίμενε?, μόνος ένιωθε κρατούσε τη λεπτή ισορροπία μεταξύ του ανθρώπου και του κτήνους, το κτήνος που βέβαια χρειάζεται να επικαλείσαι εκεί μέσα, αν δεν είσαι ήδη, γιατί η ανθρωπιά αφήνεται να κρεμάται πίσω από την πόρτα, στους φοριαμούς, αφού μπεις και φορέσεις τη φόρμα εργασίας, τα γάντια, τις μπότες και τη μάσκα σου, από όλα αυτά κράτα μόνο τη φόρμα ως υποχρεωτική, όλα τα υπόλοιπα αν θέλεις τα φοράς, μην κάνεις όμως ποτέ το λάθος να ξεχάσεις τις μπότες σου, άνθρωποι με άσπρες στην αρχή φορεσιές, μετά θα είναι όλες κόκκινες – καφέ, οι μπότες λερωμένες με χώμα που έγινε λάσπη από το πολύτιμο για κάθε ζωντανό σώμα υγρό, σαν εκείνο το μοναστήρι, σε ποιο νησί ήταν, στη Λέσβο του Αιγαίου, που μετά τη σφαγή ζωγραφίστηκε εικόνα με το ίδιο υλικό, προερχόμενο από ανθρώπους όμως, μοναχούς, άλλη αξία, στη δική μας περίπτωση, αν και θα έφτανε για να κατασκευαστούν εικόνες που να εμπεριέχουν το θαύμα για την ικανοποίηση χιλιάδων πιστών, δεν ήταν το ίδιο, δεν θα εμπεριείχε τίποτα το θείο, άλλο ζώα άλλο άνθρωποι, αν τα ζώα είχαν αγίους οι αντίστοιχοι ιερωμένοι τους σίγουρα θα είχαν έρθει σε επαφή με τον ιδιοκτήτη για το πολύτιμο υλικό, η πίστη σώζει αλλά θέλει τις θυσίες της, πολλώ δε μάλλον τις αποτυπωμένες με αίμα, τις αναμφισβήτητες, πειρατές είχαν σφαγιάσει τότε στο νησί, εδώ απλοί καθημερινοί άνθρωποι είμαστε όλοι, με την τηλεόρασή μας στο σπίτι, τα παιδιά τους κάποιοι, και πώς θα τα ζήσεις, δύσκολες εποχές, να λέμε και κανένα ευχαριστώ που έχουμε δουλειά, δε λεηλατούμε, δε ληστεύουμε, δε βιάζουμε, μόνο ζωές αφαιρούμε κι αυτές ζώων, δεν είναι το ίδιο, το ήξερε κι αυτός, για κάτι αντίστοιχο με αποδέκτη άνθρωπο ο τίτλος του κτήνους αποδίδεται αναφαίρετα, έφτασε στο τέλος της καθιερωμένης διαδρομής, ο ιδρώτας κυλούσε πάλι, σήμερα δεν κατάφερνε να αποφορτιστεί, πάμε άλλο λίγο, μέχρι το τελευταίο δέντρο, ίσως εκεί νιώσω καλύτερα, ξέχασα να πάρω και νερό, διψάω, δεν πειράζει, μια και καλή, στη βρύση μετά, εκεί θα αφήσω το νερό να λούσει το καυτό μου κεφάλι, μακάρι να δρόσιζε και το μέσα του που φλέγεται..
Ούτε το δέντρο, ούτε η μεγαλύτερη διαδρομή, ούτε η βρύση με το δροσερό της νερό έκαναν το θαύμα τους, το μόνο όφελος κάποιες θερμίδες παραπάνω που έκαψε, θα τις ξαναέπαιρνε όμως, δε θεραπεύεται έτσι απλά ο ψυχικός βρασμός, λίγο αλκοόλ να θολώσει και να γλυκάνει το νου φάνταζε εξαιρετική διέξοδος, ήδη ονειρευόταν τη θέση του σε εκείνο το σκοτεινό μπαρ, ωραία μουσική, καθόλου κόσμος, πώς θα βρω ταίρι έτσι, δεν είναι όμως βραδιά για ρομαντικές αναζητήσεις σήμερα, πότε ήταν, να θυμηθώ να φλερτάρω λίγο στην πρώτη ευκαιρία που θα μου δοθεί, για να ικανοποιήσει τη σεξουαλική του δίψα ήξερε πού να πάει, όλα αυτά τα τελευταία χρόνια το ήξερε, χωρίς να έχει ξαναπλησιάσει όμως εκείνα τα νυχτερινά μαγαζιά για ανθρώπους της δικής του φύσης, είχαν κάτι το ξεδιάντροπο, η καταπίεση μιας κοινωνίας και τα χρόνια άσκησής της οδηγούσαν σε ακραίες εκδηλώσεις λατρείας, σε συναισθηματικές εκρήξεις, από το ρουχισμό μέχρι τη φωνή, το λίκνισμα, άλλοι ήταν φυλακισμένοι σε λάθος σώματα, και τι να κάνεις, η αγάπη και η κατανόηση ήταν που έλλειπαν, αυτά θα λείπουν πάντα, ναι λίγο φλερτ κάπου αναπάντεχα, κάπου όμορφα, ωραίο το πουκάμισο αυτό και το σακάκι, με κάνει να δείχνω πολύ κομψός, αντικειμενικά, λίγο άρωμα, πάμε να μπούμε στη νύχτα, πάμε να πιω, το ‘χω ανάγκη, ευτυχώς πρόλαβα να βγάλω και τα φρύδια μου, δεν είχε φάει, δεν ένιωθε πείνα σήμερα, είχε χορτάσει τόσο από τη μέρα και το φόρτο της, το στομάχι του ήταν πρησμένο, δεν ήθελε τίποτα, μόνο η δίψα έπρεπε να ικανοποιηθεί, η δίψα του νου να χαθεί, η δίψα για ζάλη, η δίψα για σκοτάδι και κρύψιμο…Το ζώο ήταν πληγωμένο, μαζί κι ο άνθρωπος.. Θα έβρισκε κάπου να κουρνιάσουν και τα δυο τους…

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013



(μικρή συγνώμη.. έλλειπε από πληκτρολόγιο το πλήκτρο με το κόμμα..λείπει ακόμα ..)


Πώλυ και Λεονόρ #1


Θα μιλάω μόνο εγώ. Εσύ δε θα μιλάς.. Θα πάμε κάπου που θα είναι ωραία. Κοντά στη θάλασσα. Δίπλα ίσως.. Μπροστά της.. Για να μπαίνουμε και μέσα της.. Ωραία είναι ακόμα.. Το νερό είναι υπέροχο..Θα χαμογελάμε ο ένας στον άλλο συνέχεια… Και θα αγγιζόμαστε… Και θα γελάμε… Και θα κολυμπήσουμε και θα αφήσουμε το ψάρι που είμαστε να γυρίσει πίσω από 'κει που βγήκε και μετά στέγνωσε.. Και θα γεμίσουμε τα ρουθούνια μας αλμύρα και τα μάτια μας και το κορμί μας.. και το κορμί σου θα ναι διαφορετικό. Θά 'ναι πιο τραγανιστό. Πιο νόστιμο..θα ναι όπως στην πολιτισμένη σου ζωή γίνεται στις καθημερινές κρυφές σου καθαριότητες που δε σε βλέπει κανένας..και καλύτερο..και θα είσαι όλη δικιά μου. Να σε κοιτάω και να σε αγγίζω και να σε τρώω με το βλέμμα και με τα δόντια μου. Κι εσύ δε θα μιλάς..δε θα χρειάζεται…Εγώ όμως θα σου μιλάω..και θα σου λέω ότι σε αγαπάω και θα σε κοιτάζω μέσα στα μεγάλα σου μάτια και θα σου δείχνει το βλέμμα μου όλα αυτά που σου λέω.. αλλά κι όλα όσα δεν προλαβαίνω..δε χρειάζεται να ξεστομίσω..και θα βλέπεις ότι όλα είναι αλήθεια αυτά.. και πως ένας άνδρας δεν υπήρξε ποτέ για μια γυναίκα όσο εγώ τώρα για σένα..και θα σου 'ρχεται να κλάψεις γιατί και μένα μου ρχεται να κλάψω.. μέσα στο νερό.. αλμυρό στο αλμυρό.. δε θα το καταλάβει κανείς.. όπου αγκαλιασμένοι και παρασυρόμενοι..εμείς που αφεθήκαμε σε δαύτο..θα ψάξουμε την έξοδο γιατί άρχισε να κάνει κρύο τώρα και θα προπορευτώ κρατώντας πίσω μου το χέρι σου με τις άκρες των δακτύλων μου. 

Το πρωί μετά το βράδυ μας το γεμάτο πάθος ή απλές σπάνιες αγκαλιές θα σηκώνομαι λίγο βάζοντας τον αγκώνα στο μαξιλάρι και την παλάμη μου στο αυτί και θα γυρνάω προς το μέρος σου. Γιατι ξέρω ότι κοιμήθηκα πάλι πλάι σου αγκαλιαστά.. κουμπωτά..αλλά έχοντας και το χώρο μου.. .τι με δίδαξαν όλα αυτά τα χρόνια μοναξιάς κι εγωισμού..τι με προστάζουν κάθε φορά..?.και θα σε κοιτάζω εκείνη τη στιγμή που είσαι στα πιο αφημένα και παραδομένα σου. .θα μπορούσες να είσαι νεκρή.. αλλά δεν είσαι..αναπνέεις.. έχεις χρώμα.. έχεις τη ζωή του ληθάργου ..και τα μαλλιά σου όμορφα ανακατεμένα όπως δε σε βλέπει κανένας πλέον ..μονο εγώ.. άντε κι η μάνα σου όταν θα την επικεφτείς.. που στοιχηματίζω θα ρθει πάνω από το προσκεφάλι όταν κοιμάσαι να σε κοιτάει και να σε θαυμάζει και να σε ζηλεύει..τι όμορφο που είναι το κοριτσάκι μου.. τι ωραίο ..τι ζωντανό.. μου θυμίζει τον εαυτό μου.. κάποτε ήμουν έτσι.. σαν χθες μου φαίνεται.. πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός όταν ζεις.. θα το καταλάβεις αργότερα ..πότε πέθανα άραγε ..όταν αποφοίτησα .όταν παντρεύτηκα.. όταν χώρισα.. όταν έχασα κάποιον που έπρεπε να ζει. .ζω ακόμα? πώς? τώρα ζω δι’ εσού . ευτυχως έχω εσένα να θυμάμαι τη ζωή ..αλλά εσύ.. μην αφεθείς να την ξεχάσεις.. δεν ξέρω όμως να σου πω το πώς. ..
Έτσι θα σε κοιτάζω κι εγώ ..κι η δική μου θα ναι διαφορετική παράνοια.. θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα σκέφτομαι ότι είσαι το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου και θα βουρκώνω.. γιατί δεν μπορώ να πιστέψω την τύχη μου κι ότι όλα στη ζωή μου συνέβησαν για να έχω εσένα τώρα εδώ ..και μετά θα φουσκώνω έτοιμος να σκάσω.. γιατί θέλω να σε πάρω στα χέρια μου αγκαλιά μου να σε σφίξω τόσο πολύ που θα ξεπερνάει το ανεκτό. ..να σε πνίξω θέλω και να γουστάρεις.. να πεθάνεις στην αγκαλιά μου ..γιατί δεν αντέχω άλλο.. είναι τόσο τέλεια η αγάπη μου που πονάει.. κι ο πόνος ζητάει να λυτρωθεί .και πώς αλλιώς? ...δε μου φτάνει τίποτα...  

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013



 Βαγκάν ο βίγκαν #2

Το σώμα του φάνταζε επιβλητικό, είχε δοκιμάσει πολλές φορές να αδυνατίσει λίγο, όχι εξαντλητικά, αλλά δεν κατάφερνε να μειώσει τον όγκο της κοιλιάς στο σημείο της εξαφάνισης της καμπύλης εκείνης που πολλές φορές αποδίδεται στην καλοζωία, στο παρελθόν, ποιο παρελθόν, πότε ήταν η τελευταία φορά, σα να τα έβλεπε όλα σε ασπρόμαυρο, αρκετά ήταν τα σχόλια λατρείας γι’ αυτή, άνδρας χωρίς κοιλίτσα δε νοείται, κάτι να αγκαλιάζεις, να χαϊδεύεις, να ξαπλώνεις το μάγουλο, είχε προσπαθήσει πάντα με τρέξιμο και λίγη γυμναστική, ποτέ με δίαιτα, όχι ότι ήταν κοιλιόδουλος, βοηθούσε βεβαίως και το ότι δεν έτρωγε κρέας, ούτε ζωικά παράγωγα, θα ‘φταιγε ο μεταβολισμός του μάλλον, έτσι εκείνη η κοιλιά δεν ήταν παράταιρη στο σώμα των εκατόν ενενήντα δύο εκατοστών, μ’εκείνα τα χέρια που θα μπορούσαν να σε πιάσουν και να σε σφίξουν μέχρι θανάτου, ίσως με την άνεση που ένα παιδί σπάζει ένα ξυλαράκι, θα κατέβαλλε ασφαλώς προσπάθεια, χωρίς όμως να αλλάξει το αποτέλεσμα, το ξυλαράκι θα έσπαγε, σίγουρα, τώρα κρατούσαν μία μπάρα με πολλά κιλά, ίδρωνε και ξεφυσούσε, το φανελάκι άσπρο, το σωρτσάκι σκουρόχρωμο, τα αθλητικά του παπούτσια φθαρμένα, αλλά πόσο άνετα, ακόμα, εισπνοή, εκπνοή, τέντωμα, ένα τελευταίο, μια κραυγή λύτρωσης και λήξης συνάμα, αρκετά για σήμερα, πάμε για ένα γρήγορο ντους, καλά τα κατάφερα, το αξίζω το φαγητό μου.

Δεν ήταν όμως μόνο η συνηθισμένη άσκηση που έσπρωχνε τα κιλά και του φούσκωνε τις φλέβες στο λαιμό και το μέτωπο σήμερα, ήταν εκείνος ο αλήτης στη δουλειά, ο αχρείος ο Μωρίς, ο συνάδελφός του, που ερχόταν στο μυαλό του και υποδαύλιζε τη φλόγα στην συνήθη προσπάθεια εκτόνωσης με μια λύσσα, αχ να ‘ταν αυτός η μπάρα και τα κιλά της και θα τον είχε πετάξει σπασμένο όσο πιο μακριά μπορούσε, να κυλιέται στο πάτωμα, στο χώμα, στις λάσπες, ναι στις λάσπες αυτό του άξιζε, γουρούνι, όχι γουρούνι, κρίμα τα ζώα τα καημένα, αυτή ήταν η φύση τους, εμείς θελήσαμε να τα φέρνουμε σε ωραία κομμάτια στις κατσαρόλες και στα τραπέζια μας, αλλά αυτός, αυτός ο άθλιος που το μέσα του ήταν τόσο βδελυρό που του θύμιζε τη μυθολογία του Λόβκραφτ, τι θυμήθηκε, το μαύρο βιβλίο στο μικρό του δωμάτιο στο σπίτι των παππούδων, οι γονείς δεν υπήρχαν πια, πόσο τον είχε τρομάξει, αλλά δε σταμάτησε να διαβάζει μέχρι που το τέλειωσε, το κακό το ίδιο, που φώλιαζε στις ανθρώπινες ψυχές που το καλοδέχονταν και το άφηναν να διαβρώσει και να σαπίσει τα πάντα, ήταν σίγουρος πως αν του έκανε ό,τι καθημερινά απαιτούσε η δουλειά, θα ήταν μαύρο το μέσα και δύσοσμο, ούτε για τα σκυλιά, ούτε για τη γης, για κάψιμο μόνο, να μη μείνει τίποτα, μόνο μια στάχτη που θα την πάρει ο αέρας, όχι αυτή που θα χρησιμοποιούσε μια παλιά νοικοκυρά να πλύνει τα ρούχα της ή τωρινή Ινδή να πλύνει και να ξεπλυθεί εξαγνιστικά, για εκείνη που χρησιμοποιούν στη ζύμη στα γλυκά για να τα κάνουν πιο τραγανά, ούτε συζήτηση.

Έτρεχε το νερό, να ξεπλύνει λυτρωτικά το σκοτάδι που ένιωθε να τον κυκλώνει, ηρέμησε τώρα, τη βρώμα της μέρας, το αίμα που είχε καθίσει πάλι στους πόρους και τα μάτια του, αίμα που έχυσε, κι αυτό το ανθρώπινο που δεν έχυσε ούτε θα χύσει ποτέ, είπαμε, αμαρτία μεγάλη, η μεγαλύτερη ?, ακουμπούσε με τις παλάμες στον τοίχο κι η δέσμη του νερού χτυπούσε την κορυφή του κεφαλιού, εκεί που αχνοφαινόταν απειλητικά η δράση της τριχόπτωσης, αμάν τι θα κάνω μ’αυτό το πράγμα, δεν πειράζει, με ένα ελαφρύ λίκνισμα το νερό άλλαζε ρου κι έτρεχε μια πιο πολύ από το πηγούνι, μια διέτρεχε δυναμικά τη σπονδυλική στήλη, μια την κοιλιά, μέχρι τα γόνατα και τις φτέρνες, μέχρι το σιφώνι, θα περίμενε να το βλέπει κόκκινο, αλλά ήταν καθαρό, άντε ελάχιστα θολό και αφρώδες, κλείσε τη βρύση, αρκετά τώρα, στην Αφρική οι άνθρωποι και τα παιδάκια πεθαίνουν από λειψυδρία, ουρές σχηματίζουν οι καημένοι με ένα κανάτι στο κεφάλι ή στο χέρι, να θυμηθώ να δωρήσω κάτι στον αρμόδιο οργανισμό που νοιάζεται και φροντίζει, εγώ μόνος μου να τους πάω νερό και να φτάνει δε γίνεται.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013




 Βαγκάν ο βίγκαν #1

Έφυγε μόνος, πάλι, με το αγαπημένο του τζιν, σκισμένο στις πίσω τσέπες, σ’εκείνο το λεπτό σημείο πριν να γίνουν όλα εξαιρετικά αποκαλυπτικά και αντιαισθητικά στην περίπτωσή του ίσως, γιατί η έκθεση της σάρκας είναι στόχος της ματιάς πάντα, ακούσια αλλά αναντίρρητα, ένα πουκάμισο ασιδέρωτο αλλά καθαρό, ανοιχτό λίγο παραπάνω, καθώς έκανε ζέστη πάλι, με τις τρίχες του στέρνου να προβάλλουν το μαύρο ελικοειδές τους κάτω από μια αλυσίδα που τέντωνε στο βάρος της χριστιανοσύνης της. Είχε ήλιο και τα μάτια του απροστάτευτα μισόκλειναν και πονούσαν κάτω τη λαμπρότητα της μέρας, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έμπαινε στον κόσμο της συνήθους πεζοπορίας, από το σπίτι στο γεφυράκι, με έναν σκοπό στο κεφάλι και στα χείλη του που τον ξεφυσούσαν ρυθμικά, όπου θα σταματούσε, θα κρεμούσε το βάρος του στο κάγκελο κρατώντας το με τα δυο χέρια και τους αντίχειρες από πάνω, μισός κάθετος και μισός οριζόντιος, λικνιζόμενος ελαφρά και προκαλώντας πάλι μ’εκείνο το ταλαιπωρημένο παντελόνι. Χαμογέλασε.. Ο κόσμος στο πάρκο εμοιαζε να αγνοεί την παρουσία του χρόνια τώρα, έτσι του φαινόταν, μόνο ένα σκυλί, πού να ζούσε άραγε, ερχόταν κάπου κάπου, τον μύριζε, του έγλειφε το προτεινόμενο χέρι, έπαιρνε ένα χάδι στη μουσούδα, το μονο καθαρό μέρος πάνω του κι έφευγε κατουρώντας τη βάση του κοντινού δένδρου. Τα αγαπούσε πολύ τα ζώα, αλλά δεν είχε ποτέ κανένα. Δεν τολμούσε. Τι θα τους έλεγε όταν θα γύριζε σπίτι και τον κοιτούσαν μ’ εκείνα τα οικόσιτα δουλικά μάτια τους, τα αεί ζητιανεύοντα τροφή κι ασχολία? Δε θα χρειαζόταν να τον ρωτήσουν τίποτα, το ήξερε, θα τον μύριζαν και θα καταλάβαιναν τα πάντα..Μόνος, σιωπηλός θα μαρτυρούσε τα πάντα. Όσο ερμητικά κλειστή και να’ταν η αδιαφανής σακούλα με τη φόρμα εργασίας του, ο θάνατος και το αίμα ήταν όλως πάνω του, στο δέρμα του, στα ρουθούνια του, στα μάτια και κυρίως στα χέρια του.
Αναστέναξε ελαφρά, γύρισε τα μάτια στον ουρανό, ωραία μέρα, τεντώθηκε προς το Θεό και άρχισε το δρόμο της επιστροφής. Πεινούσε και σήμερα είχε σκοπό να το ρίξει λίγο έξω, να κάνει στον εαυτό του δώρο ένα ωραίο γεύμα, είχε σκεφτεί και το εστιατόριο, ένα που έκανε εξαιρετικό τόφου και ριζότο με τρούφα, ένιωσε το στόμα του να πλημμυρίζει με σάλιο και την κοιλιά του να στέλνει ανυπόμονους ήχους, τάχυνε το βήμα, σφυρίζοντας ανεπαίσθητα έναν γνώριμο σκοπό, κι έχοντας στο νου του τη σειρά των πιάτων που θα παρήγγειλλε, στάθηκε λίγο στο αγαπημένο του επιδόρπιο κι εκείνη την καταπληκτική σαν αίμα ράσμπερρυ σως. Αίμα…Πωωω… Πάλι δουλειά από αύριο… 
Δεν τον έλεγες και άσχημο. Τουλάχιστον τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αντικειμενικά ωραία. Μεγάλα μάτια, καθαρά, ούτως η άλλως το βλέμμα στο καθαρίζει ή το βρωμίζει η ζωή η ίδια, στο χρώμα του σχιστόλιθου, σπάνιο, μάλλον από τον πατέρα του τα είχε πάρει, μια μύτη αντρική, όχι ανεπαίσθητη αλλά ούτε και δεσποτική, με δυο ρουθούνια που η ανάσα του ή τα νεύρα του τα έκαναν να ανοιγοκλείνουν πιότερο ή λιγότερο, ανάλογα, χωρίς τρίχες όμως, αυτό το φρόντιζε ανελλιπώς, όπως και τα φρύδια του, δεν ήθελε καθόλου να ενώνονται και τα αποτρίχωνε εκεί στο μέσον, χωρίς να αρνιέται ότι πολλές φορές ήθελε να τα λεπτύνει, να εξωραΐσει το σχήμα τους, αλλά δεν τολμούσε, φοβόταν την κατακραυγή των συναδέλφων στη δουλειά, τα δόντια του κατάλευκα κι όλα εκεί πιστά στον αριθμό τους, δεν κάπνιζε κι είχε γλιτώσει εκείνο το κιτρίνισμα από τον καπνό, πω πω αηδία, πώς μπορούν να το κάνουν αυτό στο σώμα τους – στα πνευμόνια και στα δόντια τους – , με ωραία σαρκώδη χείλη που πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που τα κόλλησε πάνω σε ένα στόμα ή σε έναν λαιμό, δε θυμόταν, αχ πώς τα φέρνει έτσι η ζωή, εξειδικεύεις τα θέλω σου μεγαλώνοντας, δε συμβιβάζεσαι, μένεις πιο πολύ μόνος αναζητώντας, τι?, κάτι τελειότερο, ψάξε, ψάξε, πέρασε η νιότη, τώρα το χειρότερο πάνω στην κεφαλή ήταν αυτή η τριχόπτωση η κακούργα, που τον ανάγκασε να βλέπει αυτές τις διαφημίσεις με τα προϊόντα ψεκασμού μπογιάς και παρά την αποστροφή του να τον θέλγει η κρυφή ελπίδα όχι της αποκατάστασης αλλά της κοροϊδίας, που χαμογελούσε με ένα στόμα γεμάτο κυνόδοντες στην απογοήτευση και την τσέπη του.
Αγαπητέ επισκέπτη,
Δεν ξέρω αν ήρθες τυχαία ή επίτηδες. Πιθανότητες πιο πολλές έχει το δεύτερο. Και λέω επισκέπτη γιατί δεν ξέρω αν ήρθες να διαβάσεις, αλλά ακόμα κι αν έφτασες σ'αυτή τη λέξη θα πρέπει να αλλάξω την προσφώνηση σε αναγνώστη..Ό,τι θα αναγνώσεις λοιπόν, είναι του κεφαλιού μου. Κι ομολογώ ότι δεν το έχω ασκήσει ή ταλαιπωρήσει τόσο σε σελίδες άλλων, ώστε να αξίζει αυτο που θα αποτυπώσει στις δικές μου. Αλλά δεν πειράζει. Με έτρωγε το ομολογώ αυτή η τρέλα μέσα του, που ώρες ώρες όταν άγγιζε τα όρια της φιλοσοφίας κι εκφραζόταν σε γραμμές, να μην μπορώ ούτε εγώ ο ξενιστής της να κατανοήσω, όταν ερχόμουν αντιμέτωπος μαζί της την επόμενη μέρα, καθαρός από τη ζάλη του ξενυχτιού και των ποτών του. Όχι όμως ότι δεν την απολάμβανα..Όχι ότι δεν την απολαμβάνω.
Καλώς σε..